- ὑπεραστράπτω
- ὑπερ-αστράπτω, übermäßig blitzen, glänzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπεραστράπτω — ΜΑ αστράφτω πάρα πολύ δυνατά μσν. έχω ισχυρότερη λάμψη από κάτι, επισκιάζω κάτι («τῇ αἴγλῃ τῶν λίθων ὑπεραστράπτει τὸν ἥλιον», Προκ.) … Dictionary of Greek
αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… … Dictionary of Greek